- καλλιστείο
- το1. βραβείο που δίνεται στον ωραιότερο.2. καλλιστεία, τα αγώνες ομορφιάς μεταξύ νεανίδων: Έλαβε μέρος στα καλλιστεία και ήρθε δεύτερη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.