καλλιστείο

καλλιστείο
το
1. βραβείο που δίνεται στον ωραιότερο.
2. καλλιστεία, τα αγώνες ομορφιάς μεταξύ νεανίδων: Έλαβε μέρος στα καλλιστεία και ήρθε δεύτερη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλλιστείο — το (AM καλλιστεῑον) [κάλλιστος] νεοελλ. στον πληθ. τα καλλιστεία διαγωνισμός ομορφιάς αρχ. 1. βραβείο ομορφιάς 2. στον πληθ. τὰ καλλιστεῑα βραβείο αρετής και ανδρείας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”